- συνθήκαις
- συνθήκηcompoundingfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυνθήκαις — συνθήκαις , συνθήκη compounding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεγγράφω — Α 1. εγγράφω, αναγράφω επί πλέον σε μια στήλη 2. γράφω κάπου κάτι επιπρόσθετα, προσθέτω κάπου όνομα («προσεγγράφειν ἐν ταῑς συνθήκαις», Υπερείδ.) 3. προσθέτω σε έγγραφο περιοριστικό όρο, εγγράφω πρόσθετη περιοριστική διάταξη … Dictionary of Greek